-
1 καυστός
A burnt, red-hot,καυτὸν μοχλόν E.Cyc. 633
(Scal.for καὶ τὸν): καυστόν, τό, burnt-offering for the dead, Phot.; soκαυτόν Hsch.
; whole burnt-offering, ([place name] Cos); ἀρὴν καυτός ib.1027.9 (ibid.).2 capable of being burnt, opp. ἄκαυστος, Arist.Mete. 387a17, al.; cf. καυστικός: [comp] Comp. - ότερος Thphr.Ign.72.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καυστός
См. также в других словарях:
καυτός — (I) και καυστός, ή, ό (ΑΜ καυτός και καυστός, ή, όν) [καίω] αυτός που καίει, που βράζει, πυρακτωμένος, καυτερός, ζεματιστός (α. «καυτό σίδερο» β. «καυτὸν μοχλὸν λαβόντας ἐκκάειν τὸ φῶς Κύκλωπος», Ευρ.) νεοελλ. ζωτικός, βασικός («καυτά… … Dictionary of Greek